καλομοιράζω

καλομοιράζω
(Μ καλομοιράζω)
νεοελλ.
μοιράζω κάτι σωστά, με δικαιοσύνη και ακρίβεια
μσν.
1. μτφ. κρίνω κάτι ορθά
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλομοιρασμένος, -η, -ον
ευνοημένος από τη μοίρα, καλότυχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”